εὐέξοδος

εὐέξοδος
εὐέξοδος, ον,
A easy to get out of or escape from,

ἔστι δ' οὐκ εὐέξοδον A. Pers.688

; εὐ. χώρα, opp. δυσέμβολος, Arist.Pol.1326b41, cf. 1330b2.
II [voice] Act., easily escaping,

ὕδωρ Id.Pr.874a32

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ευέξοδος — εὐέξοδος, ον (Α) 1. αυτός από τον οποίο εύκολα μπορεί να εξέλθει ή να ξεφύγει κάποιος («ἔστι δ οὐκ εὐέξοδον», Αισχύλ.) 2. αυτός που εξέρχεται, που διαφεύγει εύκολα («εὐέξοδον ὕδωρ», Αριστοτ.) …   Dictionary of Greek

  • εὐέξοδος — easy to get out of masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐέξοδον — εὐέξοδος easy to get out of masc/fem acc sg εὐέξοδος easy to get out of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐεξόδους — εὐέξοδος easy to get out of masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐέξοδα — εὐέξοδος easy to get out of neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οδός — Ο όρος υποδηλώνει συνοπτικά μία ζώνη εδάφους η οποία έχει προετοιμαστεί κατάλληλα για να διευκολύνει τη μεταφορά πεζών και οχημάτων και για να εξυπηρετεί τις μεταφορές και τη συγκοινωνία μεταξύ των διάφορων σημείων μιας περιοχής ή ενός οικισμού.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”